„δρομολογώ“: μεταβατικό ρήμα δρομολογώ [ðromoloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anbahnen anbahnen δρομολογώ δρομολογώ