διορίζω
[ðioˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- διορίζω σε υπηρεσία
- anstellen, einstellenδιορίζω δημόσιο υπάλληλο, εργαζόμενοδιορίζω δημόσιο υπάλληλο, εργαζόμενο