„δικτυώνω“: μεταβατικό ρήμα δικτυώνω [ðiktiˈono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) vernetzen vernetzen δικτυώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ δικτυώνω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ