δικαιολογώ
[ðikjeoloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- rechtfertigenδικαιολογώ προβάλλω ελαφρυντικάδικαιολογώ προβάλλω ελαφρυντικά
- begründenδικαιολογώ εξηγώδικαιολογώ εξηγώ