δικάσιμος
[ðiˈkasimos]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Verhandlungstagαρσενικό | Maskulinum, männlich mδικάσιμος νομικός όρος | Rechtswesenνομδικάσιμος νομικός όρος | Rechtswesenνομ