„διηγηματικός“ διηγηματικός [ðiijimatiˈkos], διηγηματική, διηγηματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erzählend erzählend διηγηματικός διηγηματικός