„διερμηνευτικός“ διερμηνευτικός [ðiermineftiˈkos], διερμηνευτική, διερμηνευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) erklärend erklärend διερμηνευτικός διερμηνευτικός