διείσδυση
[ðiˈizðisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Eindringenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιείσδυσηδιείσδυση
- Vordringenουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιείσδυση ξεπερνώντας εμπόδιαδιείσδυση ξεπερνώντας εμπόδια
- Durchschlagskraftθηλυκό | Femininum, weiblich fδιείσδυση δορυφόρουδιείσδυση δορυφόρου
- Infiltrationθηλυκό | Femininum, weiblich fδιείσδυση σε εχθρικό στρατόπεδοδιείσδυση σε εχθρικό στρατόπεδο