„διατρητικός“ διατρητικός [ðiatritiˈkos], διατρητική, διατρητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) panzerbrechend panzerbrechend διατρητικός διατρητικός