„διαστρεβλώνω“: μεταβατικό ρήμα διαστρεβλώνω [ðiastreˈvlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) verdrehen verdrehen διαστρεβλώνω λόγια, γεγονός, πραγματικότητα διαστρεβλώνω λόγια, γεγονός, πραγματικότητα