διασκευή
[ðiaskjeˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bearbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιασκευή γραπτού ή μουσικού έργουδιασκευή γραπτού ή μουσικού έργου
- Remakeουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιασκευή ταινίαςδιασκευή ταινίας