διασκευάζω
[ðiaskjeˈvazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bearbeitenδιασκευάζω γραπτό ή μουσικό έργοδιασκευάζω γραπτό ή μουσικό έργο
- arrangierenδιασκευάζω μουσδιασκευάζω μουσ
- covernδιασκευάζω τραγούδιδιασκευάζω τραγούδι