„διασκελίζω“: αμετάβατο ρήμα | μεταβατικό ρήμα διασκελίζω [ðiaskjeˈlizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) grätschen grätschen διασκελίζω διασκελίζω