„διαρθρωτικός“ διαρθρωτικός [ðiarθrotiˈkos], διαρθρωτική, διαρθρωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) strukturell strukturell διαρθρωτικός διαρθρωτικός