διαπερνώ
[ðiaperˈno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- durchstechenδιαπερνώδιαπερνώ
- durchdringenδιαπερνώ κρύο, υγρόδιαπερνώ κρύο, υγρό
- durchfahrenδιαπερνώ σκέψειςδιαπερνώ σκέψεις