διανοητικά
[ðianoitiˈka]επίρρημα | Adverb advÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- geistigδιανοητικάδιανοητικά
Beispiele
- διανοητικά καθυστερημένοςgeistig minderbemittelt
- διανοητικά καθυστερημένος ιατρική | Medizinιατρ