„διαλλακτικός“ διαλλακτικός [ðialaktiˈkos], διαλλακτική, διαλλακτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) versöhnlich versöhnlich διαλλακτικός διαλλακτικός