„διακλάδωση“: θηλυκό διακλάδωση [ðiaˈklaðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Kreuzung, Astgabel, Gabelung Kreuzungθηλυκό | Femininum, weiblich f διακλάδωση δρόμου (Weg-)Gabelungθηλυκό | Femininum, weiblich f διακλάδωση δρόμου διακλάδωση δρόμου Astgabelθηλυκό | Femininum, weiblich f διακλάδωση δέντρου διακλάδωση δέντρου