„διαισθάνομαι“: αποθετικό ρήμα διαισθάνομαι [ðiesˈtanome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ahnen, spüren ahnen, spüren διαισθάνομαι διαισθάνομαι