διαδίδω
[ðiaˈðiðo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- verbreitenδιαδίδω πληροφορίες, μυστικόδιαδίδω πληροφορίες, μυστικό
- ausbreitenδιαδίδω δόγμα, θρησκείαδιαδίδω δόγμα, θρησκεία