διάφραγμα
[ðiˈafraɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Zwerchfellουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάφραγμα ανατομία | AnatomieανατDiaphragmaουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάφραγμα ανατομία | Anatomieανατδιάφραγμα ανατομία | Anatomieανατ
- Trennwandθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάφραγμα κάθε λεπτό τοίχωμαδιάφραγμα κάθε λεπτό τοίχωμα
- Blendeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάφραγμα φωτογραφία | Fotografieφωτοδιάφραγμα φωτογραφία | Fotografieφωτο