„δημιουργημένος“ δημιουργημένος [ðimiurjiˈmenos], δημιουργημένη, δημιουργημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) computergeneriert Beispiele δημιουργημένος από υπολογιστή computergeneriert δημιουργημένος από υπολογιστή