δηλωμένος
[ðiloˈmenos], δηλωμένη, δηλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- angemeldetδηλωμένος όχημα, στις αρχέςδηλωμένος όχημα, στις αρχές
- deklariertδηλωμένος εμπόρευμαδηλωμένος εμπόρευμα