„δεσπότης“: αρσενικό δεσπότης [ðesˈpotis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Bischof, Herrscher, Despot Bischofαρσενικό | Maskulinum, männlich m δεσπότης επίσκοπος δεσπότης επίσκοπος Herrscherαρσενικό | Maskulinum, männlich m δεσπότης δυνάστης δεσπότης δυνάστης Despotαρσενικό | Maskulinum, männlich m δεσπότης αυταρχικός δεσπότης αυταρχικός