δειλός
[ðiˈlos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, δειλή, δειλόÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- δειλός
- feig(e)δειλός μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτδειλός μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ
- schüchtern, scheuδειλός ντροπαλόςδειλός ντροπαλός