„δαγκώνω“: μεταβατικό ρήμα δαγκώνω [ðaŋˈgono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) beißen beißen δαγκώνω δαγκώνω Beispiele ο σκύλος σου δάγκωσε το πόδι μου dein Hund hat mir ins Bein gebissen ο σκύλος σου δάγκωσε το πόδι μου δάγκωσε ένα κομμάτι από το κέικ er biss ein Stück vom Kuchen ab δάγκωσε ένα κομμάτι από το κέικ