δίοδος
[ˈðioðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Durchgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίοδος με τα πόδια, για πεζούςδίοδος με τα πόδια, για πεζούς
- Durchfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fδίοδος με όχημα, για όχημαδίοδος με όχημα, για όχημα
- Passαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίοδος μονοπάτιδίοδος μονοπάτι