„Δίδυμοι“: πληθυντικός αρσενικού Δίδυμοι [ˈðiðimi]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Zwillinge Zwillingeπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Δίδυμοι αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ Δίδυμοι αστρονομία | Astronomieαστρον αστρολογία | Astrologieαστρολ