„γόβες“: πληθυντικός θηλυκού γόβες [ˈɣoves]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Pumps Pumpsπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl γόβες γόβες