„γρούζω“: αμετάβατο ρήμα γρούζω [ˈɣruzo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) grunzen, gurren grunzen γρούζω γρούζω gurren γρούζω περιστέρια γρούζω περιστέρια