γραφειοκρατικός
[ɣrafiokratiˈkos], γραφειοκρατική, γραφειοκρατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bürokratischγραφειοκρατικόςγραφειοκρατικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!