„γραμμικός“ γραμμικός [ɣramiˈkos], γραμμική, γραμμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) strichförmig, linear strichförmig, linear γραμμικός γραμμικός