„γλασάρω“: μεταβατικό ρήμα γλασάρω [ɣlaˈsaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) glasieren glasieren γλασάρω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ γλυκό γλασάρω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ γλυκό