„γκριζομπλέ“: επίθετο, ως επίθετο γκριζομπλέ [grizoˈble]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj <άκλιτο | invariabel, unveränderlichinv> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) graublau graublau γκριζομπλέ γκριζομπλέ