„γεωθερμικός“ γεωθερμικός [jeoθermiˈkos], γεωθερμική, γεωθερμικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geothermisch geothermisch γεωθερμικός γεωθερμικός Beispiele γεωθερμική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f Erdwärmeθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωθερμική ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich f