„γεωγραφικός“ γεωγραφικός [jeoɣrafiˈkos], γεωγραφική, γεωγραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) geografisch geografisch γεωγραφικός γεωγραφικός Beispiele γεωγραφικό μήκοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Längeθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωγραφικό μήκοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n γεωγραφικό πλάτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Breiteθηλυκό | Femininum, weiblich f γεωγραφικό πλάτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n