„γεράματα“: πληθυντικός ουδετέρου γεράματα [jeˈramata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) hohes Alter hohes Alterουδέτερο | Neutrum, sächlich n γεράματα γεράματα Beispiele στα γεράματα im Alter στα γεράματα