„γενότυπος“: αρσενικό γενότυπος [jeˈnotipos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Erbgut, Genotyp Erbgutουδέτερο | Neutrum, sächlich n γενότυπος βιολογία | Biologieβιολ Genotypαρσενικό | Maskulinum, männlich m γενότυπος βιολογία | Biologieβιολ γενότυπος βιολογία | Biologieβιολ