γελοιογραφία
[jelioɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Karikaturθηλυκό | Femininum, weiblich fγελοιογραφίαγελοιογραφία
- Comicαρσενικό | Maskulinum, männlich mγελοιογραφία σε εφημερίδαComic-Stripουδέτερο | Neutrum, sächlich nγελοιογραφία σε εφημερίδαγελοιογραφία σε εφημερίδα