„γελαστός“ γελαστός [jelasˈtos], γελαστή, γελαστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) lachend, fröhlich lachend γελαστός γελαστός fröhlich γελαστός χαρούμενος γελαστός χαρούμενος