γαμπρός
[ɣamˈbros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bräutigamαρσενικό | Maskulinum, männlich mγαμπρός νεόνυμφοςγαμπρός νεόνυμφος
- Schwiegersohnαρσενικό | Maskulinum, männlich mγαμπρός που έχει νυμφευθεί την κόρη κάποιουγαμπρός που έχει νυμφευθεί την κόρη κάποιου
- Schwagerαρσενικό | Maskulinum, männlich mγαμπρός που έχει νυμφευθεί την αδελφή κάποιουγαμπρός που έχει νυμφευθεί την αδελφή κάποιου