„γήρανση“: θηλυκό γήρανση [ˈjiransi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Alterung Alterungθηλυκό | Femininum, weiblich f γήρανση δέρματος, σώματος γήρανση δέρματος, σώματος