„βυθομετρώ“: μεταβατικό ρήμα βυθομετρώ [viθomeˈtro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ausloten ausloten βυθομετρώ βυθομετρώ