„βραχύς“ βραχύς [vraˈçis], βραχεία, βραχύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) kurz, klein kurz βραχύς συλλαβή, φωνήεν, κορμοστασιά βραχύς συλλαβή, φωνήεν, κορμοστασιά klein βραχύς κοντός βραχύς κοντός Beispiele βραχέα κύματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Kurzwelleθηλυκό | Femininum, weiblich f βραχέα κύματαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl