βραχυπρόθεσμος
[vraçiˈproθezmos], βραχυπρόθεσμη, βραχυπρόθεσμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kurzfristigβραχυπρόθεσμοςβραχυπρόθεσμος
Beispiele
- βραχυπρόθεσμη μνήμηθηλυκό | Femininum, weiblich fKurzzeitgedächtnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- βραχυπρόθεσμο αποτέλεσμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nKurzzeiteffektαρσενικό | Maskulinum, männlich m