βορειοαφρικάνικος
[vorioafriˈkanikos], βορειοαφρικάνικη, βορειοαφρικάνικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- nordafrikanischβορειοαφρικάνικοςβορειοαφρικάνικος