βαστώ
[vasˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -αξα; -ήχτηκα; -ηγμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (fest)haltenβαστώ κρατώβαστώ κρατώ
- tragenβαστώ κρατώ στα χέριαβαστώ κρατώ στα χέρια
- stützenβαστώ παρέχω στήριγμαβαστώ παρέχω στήριγμα
- aushaltenβαστώ ζέστηβαστώ ζέστη
- zurückhaltenβαστώ γέλιο, δάκρυαβαστώ γέλιο, δάκρυα