βαρκάρης
[varˈkaris]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bootsbesitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαρκάρης κάτοχοςβαρκάρης κάτοχος
- Fährmannαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαρκάρης κυβερνήτηςSchifferαρσενικό | Maskulinum, männlich mβαρκάρης κυβερνήτηςβαρκάρης κυβερνήτης