„βαθμολογώ“: μεταβατικό ρήμα βαθμολογώ [vaθmoloˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) benoten, zensieren, bewerten benoten (σε /+αιτιατική | +Akkusativ +akk) βαθμολογώ βάζω βαθμό zensieren βαθμολογώ βάζω βαθμό βαθμολογώ βάζω βαθμό bewerten (με mit) βαθμολογώ αξιολογώ βαθμολογώ αξιολογώ