βέργα
[ˈverɣa]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gerteθηλυκό | Femininum, weiblich fβέργαRuteθηλυκό | Femininum, weiblich fβέργαβέργα
- Stockαρσενικό | Maskulinum, männlich mβέργα μπαστούνιβέργα μπαστούνι
- Zeigestockαρσενικό | Maskulinum, männlich mβέργα πίνακαςβέργα πίνακας